- τμητοσιδηρος
- τμητοσίδηροςτμητο-σίδηρος2срубленный железом
(ὕλη Anth.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(ὕλη Anth.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
τμητοσίδηρος — ον, Α κομμένος με σίδηρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < τμητός + σίδηρος] … Dictionary of Greek
τμητοσιδήρου — τμητοσίδηρος cut down with iron masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σίδηρος — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Fe·ανήκει στην όγδοη ομάδα του περιοδικού συστήματος, έχει ατομικό αριθμό 26, ατομικό βάρος 55,85, σημείο τήξης 15300C, σημείο ζέσης 27350C, ειδικό βάρος 7,86, τέσσερα σταθερά ισότοπα και τρία ραδιενεργά. Ο σ. μεταξύ… … Dictionary of Greek